τοπωνυμικός

τοπωνυμικός
η , ό[ν] топонимический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τοπωνυμικός" в других словарях:

  • τοπωνυμικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα τοπωνύμια 2. το ουδ. ως ουσ. το τοπωνυμικό α) το σύνολο τών τοπωνυμίων μιας περιοχής ή μιας χώρας («τοπωνυμικό τής Κύπρου») β) γραμμ. λέξη που δηλώνει τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνυμία. Η λ. μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • τοπωνυμικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τις τοπωνυμίες: Τοπωνυμικές μελέτες. 2. το ουδ. ως ουσ., τοπωνυμικό το σύνολο των τοπωνυμίων μιας χώρας: Τοπωνυμικό Μακεδονίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»